- αλατόμητος
- -η, -ο (AM ἀλατόμητος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομείααρχ.-μσν.ο αλάξευτος, απετροκόπητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λατομητός < λατομώ].
Dictionary of Greek. 2013.